βαγίζω

βαγίζω
και βαΐζω [βάγιο]
1. κάνω κάτι να λυγίσει, κάμπτω
2. (για δέντρο) λυγίζω από τον πολύ καρπό, έχω αφθονία καρπών
3. (για άνθρωπο) λυγίζω από το βάρος της ηλικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαγίζω — και βαΐζω ισα, βαϊσμένος, γέρνω: Βάϊσα από το πολύ βάρος που κουβαλάω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβάγιστος — η, ο [βαγίζω] 1. άκαμπτος, αλύγιστος 2. (για πρόσωπα) αμετάπειστος …   Dictionary of Greek

  • βαΐζω — βλ. βαγίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”